επιδέκατος

επιδέκατος
ἐπιδέκατος, -ον (Α)
1. αυτός που περιέχει έναν ακέραιο αριθμό και ένα δέκατο
2. ο ένας από τους δέκα ή ένας στους δέκα
3. καταβολή δέκα τοις εκατό έναντι οφειλής ή ως παρακαταβολής
4. επί πλέον καταβολή ενός δεκάτου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπιδέκατος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεκάτων — ἐπιδέκατος fem gen pl ἐπιδέκατος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδέκατον — ἐπιδέκατος masc acc sg ἐπιδέκατος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεκάτου — ἐπιδέκατος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεκάτους — ἐπιδέκατος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεκάτῳ — ἐπιδέκατος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδέκατα — ἐπιδέκατος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”